Απαγωγή Κυπαρίσση: “Με ψεκάζανε με κάποιο υγρό, σαν χλωρίνη – Με βάλανε να ξυρίσω σώμα και κεφάλι”

Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για όσα έζησε κατά τη διάρκεια της ομηρίας του περιέγραψε στους αστυνομικούς ο επιχειρηματίας Γιώργος Κυπαρίσσης.

Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για όσα έζησε κατά τη διάρκεια της απαγωγής του, που διήρκεσε 66 ημέρες, περιέγραψε στους αστυνομικούς ο επιχειρηματίας Γιώργος Κυπαρίσσης.

Στην κατάθεσή του, περιέγραψε στους αστυνομικούς, πώς οι απαγωγείς του τον οδήγησαν στο πρώτο κρησφύγετο και πώς στη συνέχεια τον μετέφεραν σε άλλο χώρο. Είπε ότι του φορούσαν ωτοασπίδες για να μην ακούει και κουκούλα, κάθε φορά που ήθελε να πάει στην τουαλέτα. Μίλησε για τους ξυλοδαρμούς, για τις πιέσεις που δεχόταν ώστε να πεισθούν οι συγγενείς του και να δώσουν τα λύτρα και για τη μέρα πριν τον αφήσουν ελεύθερο, που τον έβαλαν να κάνει μπάνιο με καυτό νερό.

“Έκανα μπάνιο πολύ ώρα. Παράλληλα με ψεκάζανε με κάποιο υγρό, σαν χλωρίνη, ενώ με βάλανε να ξυρίσω το σώμα και το κεφάλι” είπε. Η απαγωγή του επιχειρηματία έγινε στις 29 Δεκεμβρίου.

Σημειώνεται ότι σε βάρος των τριών απαγωγέων – έναν 41χρονο, την 39χρονη σύντροφό του και έναν 34χρονο- ασκήθηκε ποινική δίωξη για 12 αδικήματα. Στην κατοχή τους βρέθηκαν περίπου 350.000 ευρώ από τα λύτρα που έδωσε η οικογένεια του επιχειρηματία για την απελευθέρωση.

Συγκεκριμένα, στην περιγραφή του ο Γιώργος Κυπαρίσσης αναφέρει:

“Αμέσως μόλις φτάσαμε στο πρώτο κρησφύγετο, μου έβαλαν ωτοασπίδες αυτιά και από πάνω μου έβαλαν ακουστικά μουσικής. Τα μάτια μου ήταν ήδη καλυμμένα από την στιγμή που με απήγαγαν. Μου είχαν βάλει κουκούλα και μονωτική ταινία. Δεν άκουγα και δεν έβλεπα τίποτα. Αυτός ήταν ο στόχος τους άλλωστε. Επίσης, τα χέρια μου ήταν δεμένα πίσω, με χειροπέδες. Μου είχαν δέσει και τα πόδια για να μην έχω ελευθερία κίνησης. Με ρίξανε στο πάτωμα. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, παρά ελάχιστα”.

Με χτύπησαν και μου έσκισαν τα ρούχα – Μόνο το εσώρουχο μου άφησαν

“Εκείνη τη στιγμή με χτύπησαν και μου έσκισαν τα ρούχα. Μόνο το εσώρουχο μου άφησαν. Άρχισαν να μου λένε ότι θέλουν λεφτά για να με αφήσουν και παράλληλα συνέχισαν να με χτυπάνε. Σε αυτή την κατάσταση, δεμένος στο πάτωμα, χωρίς όραση, έμεινα 2 μέρες. Δεν έβλεπα τίποτα, δεν άκουγα τίποτα και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήταν μία κόλαση.

Το σπίτι αυτό ήταν κρύο, αλλά τις πρώτες ώρες που με πήγαν εκεί, εγώ δεν το καταλάβαινα από την υπερένταση που είχα. Αφότου πέρασαν δύο μέρες, με μετέφεραν σε δεύτερο κρησφύγετο. Όταν με πήγανε εκεί, με βάλανε μέσα σε ένα δωμάτιο. Με άφησαν στην ίδια κατάσταση για 2 ακόμα μέρες. Δεν άντεχα άλλο. Νόμιζα ότι θα τρελαθώ. Τους παρακάλεσα να μου βγάλουν την κουκούλα και την μονωτική ταινία για να δω, όπως και έγινε. Στο ύψος των ματιών το δέρμα μου ήταν κατάμαυρο όταν μου τα έβγαλαν. Δεν αναγνώριζα το πρόσωπό μου.

Μετά μου λύσανε και τα χέρια. Στην αρχή με είχαν δεμένο στο κρεβάτι, αλλά αργότερα μου έδεσαν τα πόδια με αλυσίδα που είχε περιθώριο λίγα μέτρα για να μπορώ να σηκώνομαι και να κινούμαι στο δωμάτιο. Μου αφήσανε και μία κουκούλα για να την φοράω όταν ήθελα τουαλέτα, φαγητό ή οτιδήποτε άλλο, όπως το μπάνιο μου έκανα λιγοστές φορές. Φορούσα την κουκούλα δηλαδή και μετά χτυπούσα την πόρτα και ζητούσα αυτό που ήθελα. Αυτή ήταν η συμφωνία”.

“Με ψεκάζανε με κάποιο υγρό, σαν χλωρίνη, ενώ με βάλανε να ξυρίσω το σώμα και το κεφάλι”

“Όσο με κρατούσανε, τραβήξανε και κάποια βίντεο, προφανώς για να τα στείλουνε στην οικογένειά μου. Στα βίντεο αυτά μου υπαγόρευαν κατά λέξη αυτά που ήθελαν να πω. Ήθελαν να εκβιάσουν την οικογένειά μου για να δώσει τα λεφτά. Σε κάποια από αυτά τα βίντεο με χτύπησαν κιόλας, για να φαίνεται το αίμα στη κάμερα. Επίσης, σε ένα από τα βίντεο μου ξυρίσανε και το κεφάλι και μετά μου το χαράξανε για να ματώσει.

Τέλος, την μέρα πριν με αφήσουν ελεύθερο, με έβαλαν νωρίς το πρωί να κάνω μπάνιο με καυτό νερό. Έκανα μπάνιο πολύ ώρα. Παράλληλα με ψεκάζανε με κάποιο υγρό, σαν χλωρίνη, ενώ με βάλανε να ξυρίσω το σώμα και το κεφάλι. Σε όλο αυτό το διάστημα που έμεινα σε αυτό το δεύτερο κρησφύγετο, μέχρι που με άφησαν, στο δωμάτιο ήμουν πάντα μόνος μου. Το δωμάτιο είχε τα απολύτως απαραίτητα. Αποτελούνταν δηλαδή από ένα διπλό κρεβάτι, μία τηλεόραση και μία λάμπα για φως.

Δεν είχε παράθυρα. Πρέπει να με παρακολουθούσαν μέσα στο δωμάτιο. Αυτό το κατάλαβα όταν μία μέρα ζήτησα φαγητό και μου απάντησαν ότι πρώτα έπρεπε να βάλω την κουκούλα και μετά να μου ανοίξουν και να μου δώσουνε. Τους ανθρώπους αυτούς που με κρατούσαν δεν τους είδα ποτέ. Μόνο τους άκουγα, αλλά και αυτό ελάχιστα, γιατί όταν ήθελαν να μιλήσουν, έβαζαν δυνατά την τηλεόραση για να μην ακούω”.

Πηγή: thetoc.gr

Σχετικά